χαριέστατος

χαριέστατος
χαρίεις
graceful
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τριβώλης, Ιάκωβος — (Kέρκυρα, περ. 1548 – ;). Λόγιος του 16ου αι. Καταγόταν από ευγενή οικογένεια της Σπάρτης, της οποίας πολλά μέλη, μετά την άλωση της Πελοποννήσου, κατέφυγαν στην Κέρκυρα και στην Ιταλία. Κατά τον Σοφιανό, ο Τ. υπήρξε «χαριέστατος και ιλαρώτατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”